Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κήλων: Difference between revisions

From LSJ
949 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> étalon, cheval entier ; <i>p. ext.</i> âne, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> levier d’un puits.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[Σιληνός]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> étalon, cheval entier ; <i>p. ext.</i> âne, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> levier d’un puits.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[Σιληνός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήλων]], -ωνος)<br />[[επιβήτορας]] [[ίππος]] ή όνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα φρέατα, κν. [[γεράνι]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. σε -<i>ων</i> / -<i>ωνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>γλίσχρ</i>-<i>ων</i>), που προέρχεται πιθ. από τον τ. [[κήλον]] με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «[[πόσθη]], ανδρικό [[μόριο]]». Η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην [[αρχαιότητα]] υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου].
}}
}}