Anonymous

κήλησις: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />charme (de la musique, de la parole, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κηλέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />charme (de la musique, de la parole, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κηλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κήλησις]], ἡ (Α) [[κηλώ]]<br /><b>1.</b> [[κατάθελξη]], γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από [[μουσική]] και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}