Anonymous

κινύρα: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐνύρα''': ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr).
|lstext='''κῐνύρα''': ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κινύρα]], Α και [[κιννύρα]])<br />δεκάχορδο μουσικό όργανο («ἐλάμβανε Δαυΐδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>kinn</i><i>ō</i><i>r</i>].
}}
}}