Anonymous

κίλλουρος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίλλουρος''': ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. [[κίγκλος]]), Ἡσύχ.
|lstext='''κίλλουρος''': ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. [[κίγκλος]]), Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίλλουρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κίγκλος]], η [[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίλλ</i>-<i>ουρος</i><br />το β' συνθετικό -<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>). Ως [[προς]] το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>kiele</i>, λεττ. <i>ci</i><i>ē</i><i>lava</i>), [[οπότε]] και ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>κι</i>- με σημ. «[[κινώ]], κινούμαι». Η λ. [[είναι]] πιθ., [[τέλος]], να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. [[κίγκλος]]].
}}
}}