Anonymous

κήνσωρ: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_19)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήνσωρ''': -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, [[τιμητής]], Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.
|lstext='''κήνσωρ''': -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, [[τιμητής]], Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήνσωρ]] και κένσωρ -[[ορός]] ή, ορθ., -ωρος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) [[τιμητής]], [[αξίωμα]] που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την [[απογραφή]] τών πολιτών και την [[εκτίμηση]] της περιουσίας τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>censor</i> «[[τιμητής]]»].
}}
}}