Anonymous

κισσώδης: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσώδης''': -ες, ([[εἶδος]], [[κίσσα]] ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
|lstext='''κισσώδης''': -ες, ([[εἶδος]], [[κίσσα]] ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κίσσα]] (II)]<br />([[ιδίως]] για έγκυο [[γυναίκα]]) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.———————— <b>(II)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κισσός]]<br />πλεγμένος με κισσό, [[κισσόπλεκτος]].
}}
}}