Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κινυρός: Difference between revisions

From LSJ
1,083 bytes added ,  29 September 2017
20
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=whimpering, [[wailing]], Il. 17.5†.
|auten=whimpering, [[wailing]], Il. 17.5†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κινυρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[γοερός]] («κινηρός [[γόος]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική [[ομάδα]] [[κινυρός]], [[κινυρίζω]], [[κινύρομαι]] συνδέεται άμεσα με [[εκείνη]] τών [[μινυρός]], «αυτός που κλαψουρίζει»<br />[[μινυρίζω]], [[μινύρομαι]] «[[παραπονούμαι]], [[μουρμουρίζω]]». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων [[είναι]] πιθ. ο [[κινυρός]] και το ρ. [[μινυρίζω]], αναλογικά [[προς]] τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. [[μινυρός]] και [[κινυρίζω]], αντιστοίχως, ενώ τα ρ. [[κινύρομαι]] και [[μινύρομαι]] δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την [[επίδραση]] του [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
}}
}}