Anonymous

κισσηρεφής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
|lstext='''κισσηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κισσηρεφής]], -ές)<br />ο καλυμμένος με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νυκτ</i>-<i>ηρεφής</i>, <i>πετρ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}