Anonymous

κλανίον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_1)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλανίον''': (ἢ κλάνιον), τό, [[ψέλιον]], «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.
|lstext='''κλανίον''': (ἢ κλάνιον), τό, [[ψέλιον]], «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλανίον]] και κλάνιον, τὸ (Α)<br />[[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. <i>ἐγ</i>-<i>κλαστρ</i>-[[ίδια]] «σκουλαρίκια»)].
}}
}}