3,274,123
edits
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23. | |lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῑον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]]. | |||
}} | }} |