Anonymous

κληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.
|lstext='''κληρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. [[ἀγγεῖον]]). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῑον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]].
}}
}}