3,274,919
edits
(6_19) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ. | |lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α [[κλαδευτής]]) [[κλαδεύω]]<br />αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια. | |||
}} | }} |