Anonymous

κλαδευτής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_19)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α [[κλαδευτής]]) [[κλαδεύω]]<br />αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια.
}}
}}