Anonymous

κινώθαλον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_22)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κινώθαλον''': τό, παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. ὡς ἐτυμολ. [[ἑρμηνεία]] τοῦ [[κνώδαλον]]· πρβλ. [[κινώπετον]].
|lstext='''κινώθαλον''': τό, παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. ὡς ἐτυμολ. [[ἑρμηνεία]] τοῦ [[κνώδαλον]]· πρβλ. [[κινώπετον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κινώθαλον]], τὸ (Α)<br />[[κνώδαλο]].
}}
}}