3,277,191
edits
(6_23) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-. | |lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κλιβανεύς]] και [[κριβανεύς]]) [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]]]]<br />αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το [[ψήσιμο]] του ψωμιού και τών φαγητών, [[αρτοποιός]] («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.). | |||
}} | }} |