Anonymous

κνημίς: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(20)
mNo edit summary
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knimis
|Transliteration C=knimis
|Beta Code=knhmi/s
|Beta Code=knhmi/s
|Definition=ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν <span class="bibl">Eust.265.18</span> (corrupted to <b class="b3">κνῆμιν</b> in <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.327</span>); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες <span class="bibl">Alc.15.4</span>: (κνήμη):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">greave, legging</b>, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας <span class="bibl">Il.19.369</span>; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας . . κασσιτέροιο <span class="bibl">18.613</span>; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>122</span>; <b class="b3">βόειαι κ</b>. oxhide <b class="b2">leggings</b>, <span class="bibl">Od.24.229</span>, cf. <span class="bibl">Plb.11.9.4</span>; sg., <span class="bibl">Il.21.592</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span> 18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">spoke of a wheel</b>, <span class="bibl">D.S.18.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κνημός]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">D.P.714</span>.</span>
|Definition=κνημῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to [[κνῆμιν]] in Choerob. ''in Theod.''1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: ([[κνήμη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[greave]], [[legging]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας… κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.''Sc.''122; <b class="b3">βόειαι κ.</b> oxhide [[leggings]], Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.''Rh.Pr.'' 18.<br><span class="bld">II</span> [[spoke of a wheel]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.27.<br><span class="bld">III</span> = [[κνημός]] ''1'', D.P.714.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die <b class="b2">Beinschiene</b>, Bedeckung der [[κνήμη]], also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Theilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν [[πρῶτα]] περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, [[ὀρείχαλκος]], Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῦς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' [[ἄκρων]] ταρσῶν εἰς [[γόνυ]] διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν θώρακα. – Die <b class="b2">Schiene ums</b> Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für [[κνημός]]. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] κνημῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die [[Beinschiene]], [[Bedeckung]] der [[κνήμη]], also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Teilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν [[πρῶτα]] περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, [[ὀρείχαλκος]], Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῦς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' [[ἄκρων]] ταρσῶν εἰς [[γόνυ]] διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν θώρακα. – Die [[Schiene ums]] Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für [[κνημός]]. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κνημίς''': -ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. [[κρηπίς]])· ([[κνήμη]])· ― [[κνημίς]], ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, καὶ [[οὕτως]] ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην [[πανταχόθεν]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας [[αὐτόθι]], πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· [[ὡσαύτως]] ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν [[εἶδος]] περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει [[ὅπως]] προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ [[αὐτοῦ]] ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἡ ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = [[κνημός]], Διον. Π. 714.
|btext=κνημῖδος (ἡ) :<br />[[jambart]] : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κνημίς κνημῖδος, , Aeol. [[κνᾶμις]] [[κνήμη]] [[scheenplaten]]; [[scheenbeschermers]]:. βοεῖαι van koeienhuid (bij landarbeid) Od. 24.229.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]].
|elrutext='''κνημίς:''' κνημῖδος (ῑ) <br /><b class="num">1)</b> [[кнемида]], [[поножа]], [[наголенник]] (ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[обмотки]] (περὶ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς [[δέδετο]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[обод]] (по друг. спица) [[колеса]] Diod.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνημίς]], -ῑδος, δωρ. τ. [[κναμίς]], ἡ (Α) [[κνήμη]]<br /><b>1.</b> μεταλλικό ή δερμάτινο [[κάλυμμα]] της κνήμης το οποίο αποτελούσε [[μέρος]] της πανοπλίας, η [[περικνημίδα]] («κνημῑδας μέν [[πρῶτα]] περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακτίνα]] τροχού («τὰ μὲν [[πλάγια]] καὶ αἱ κνημῑδες κατακεχρυσωμέναι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλιτύς]] όρους, [[κνημός]].
|mltxt=[[κνημίς]], κνημῑδος, δωρ. τ. [[κναμίς]], ἡ (Α) [[κνήμη]]<br /><b>1.</b> μεταλλικό ή δερμάτινο [[κάλυμμα]] της κνήμης το οποίο αποτελούσε [[μέρος]] της πανοπλίας, η [[περικνημίδα]] («κνημῑδας μέν [[πρῶτα]] περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακτίνα]] τροχού («τὰ μὲν [[πλάγια]] καὶ αἱ κνημῖδες κατακεχρυσωμέναι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλιτύς]] όρους, [[κνημός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνημίς:''' -ίδος, ἡ ([[κνήμη]]), [[περικνημίδα]] ή [[μέρος]] πανοπλίας από το [[γόνατο]] ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, <i>περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οι <i>κνημῖδες</i> δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες ([[ἐπισφύρια]])· οι <i>βόειαι κνημῖδες</i> είναι περικνημίδες από [[δέρμα]] βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{ls
|lstext='''κνημίς''': κνημῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. [[κρηπίς]])· ([[κνήμη]])· ― [[κνημίς]], ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, καὶ [[οὕτως]] ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην [[πανταχόθεν]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας [[αὐτόθι]], πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· [[ὡσαύτως]] ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν [[εἶδος]] περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει [[ὅπως]] προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ [[αὐτοῦ]] ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἡ ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = [[κνημός]], Διον. Π. 714.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνημίς]], κνημῖδος, ἡ, [[κνήμη]]<br />a greave or [[piece]] of [[armour]] from [[knee]] to [[ankle]], Lat. [[ocrea]], περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Il.; the κνημῖδες were fastened at the [[ankle]] with clasps (ἐπισφύριἀ: βόειαι κνημῖδες are ox-[[hide]] leggings, used by labourers, Od.
}}
}}