Anonymous

κμητός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ.
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κμητός]], -ή, -όν (Α)<br />φτιαγμένος, κατεργασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κμη</i>- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>καμᾶ</i> (<i>K</i><sup>ο</sup><i>me</i><i>ә</i><sub>2</sub>) του ρ. [[κάμνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κμη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρό</i>-<i>κμητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
}}