Anonymous

κλόπιμος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_16)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλόπιμος''': -ον, = [[κλόπιος]], Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.
|lstext='''κλόπιμος''': -ον, = [[κλόπιος]], Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλόπιμος]], -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη<br /><b>2.</b> [[κλοπιμαίος]], [[κλεμμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπίμως</i> (Α)<br />με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη.
}}
}}