3,274,919
edits
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | |lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κνηστικός]], -ή, -όν) [[κνηστός]]<br />αυτός που προκαλεί ερεθισμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνηστικῶς</i> (Α)<br />με ερεθιστικό τρόπο. | |||
}} | }} |