Anonymous

κνηστός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηστός''': -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.
|lstext='''κνηστός''': -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηστός]], -ή, -όν (Α) [[κνω]]<br /><b>1.</b> ξυσμένος<br /><b>2.</b> κατακομμένος («λάχανα κνηστά», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}