Anonymous

κόβειρος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_14)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόβειρος''': ὁ, = [[κόβαλος]], «[[κόβειρος]]· [[γελοιαστής]], [[σκώπτης]], λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.
|lstext='''κόβειρος''': ὁ, = [[κόβαλος]], «[[κόβειρος]]· [[γελοιαστής]], [[σκώπτης]], λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόβειρος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[γελοίος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κόβειρος]]<br />[[άνθρωπος]] που λέει αστεία, [[σκώπτης]].
}}
}}