Anonymous

κλονώδης: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κλονώδης]], -ῶδες) [[κλόνος]]<br />αυτός που γίνεται με [[ταραχή]] ή με σπασμούς, [[σπασμωδικός]] («[[κλονώδης]] [[σφυγμός]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υφίσταται κλονισμούς.
}}
}}