Anonymous

κοινισμός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_14)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινισμός''': ὁ, [[ἀνάμιξις]] διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.
|lstext='''κοινισμός''': ὁ, [[ἀνάμιξις]] διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινισμός]], ὁ (Α)<br />η [[ανάμιξη]] διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει [[κάποιος]] στη [[γραφή]] ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. [[κοινή]] [[διάλεκτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εθνικ</i>-<i>ισμός</i>, <i>ψιμυθ</i>-<i>ισμός</i>)].
}}
}}