Anonymous

κοιλιακός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_11)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλιακός''': -ή, -όν, τῆς κοιλίας, ἀνήκων εἰς τὴν κοιλίαν, Διοσκ. 1, 51, Γαλην. 2, 263C, κλ. 2) ὁ πάσχων τὴν κοιλίαν ἢ τὰ [[ἐντόσθια]], Γαλην. 6. 323F, Διοσκ. 1. 101, 116, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. 2. 211, 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Achmes.
|lstext='''κοιλιακός''': -ή, -όν, τῆς κοιλίας, ἀνήκων εἰς τὴν κοιλίαν, Διοσκ. 1, 51, Γαλην. 2, 263C, κλ. 2) ὁ πάσχων τὴν κοιλίαν ἢ τὰ [[ἐντόσθια]], Γαλην. 6. 323F, Διοσκ. 1. 101, 116, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. 2. 211, 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Achmes.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοιλιακά</i><br />[[κάθε]] μορφής νόσοι του εντερικού [[σωλήνα]], [[ιδίως]] στα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «κοιλιακή [[αρτηρία]]» — [[παχύς]] [[κλάδος]] της αορτής που εκφύεται [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]] στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος<br />β) «λαρυγγική [[κοιλία]]» — καθένα από τα δύο [[πλάγια]] εκκολπώματα που παρουσιάζει ο [[λάρυγγας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιλιακόν</i><br />[[βαριά]] [[νόσος]] της κοιλιάς, πιθ. [[τύφος]] ή [[δυσεντερία]] («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν [[ἔδεσμα]] κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλιακῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />στην [[κοιλιά]], [[κατά]] την [[κοιλιά]] («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»).
}}
}}