3,274,159
edits
(6_11) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ. | |lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοινοβιακός]], -ή, -όν) [[κοινόβιος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κοινόβιο]] («κοινοβιακή ζωή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοβιακά</i> (Μ κοινοβιακῶς)<br />με τον τρόπο του κοινοβίου, με [[κοινή]] ζωή. | |||
}} | }} |