Anonymous

κοινοβιακός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_11)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ.
|lstext='''κοινοβιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοινοβιακός]], -ή, -όν) [[κοινόβιος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κοινόβιο]] («κοινοβιακή ζωή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοβιακά</i> (Μ κοινοβιακῶς)<br />με τον τρόπο του κοινοβίου, με [[κοινή]] ζωή.
}}
}}