Anonymous

κόλαβρος: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />porcelet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' t. thrace ou carien.
|btext=ου (ὁ) :<br />porcelet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' t. thrace ou carien.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόλαβρος]], ὁ (AM)<br />[[μικρός]] [[χοίρος]], [[γουρουνάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άσμα]] που συνόδευε τον χορό του κολαβρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] θρακικής ή καρικής προελεύσεως].
}}
}}