Anonymous

κολαφιστικῶς: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_6)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολαφιστικῶς]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κόλαφο, με [[ράπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολαφιστικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολαφίζω]].
}}
}}