Anonymous

κομμιώδης: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομμιώδης''': -ες, = [[κομμιδώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
|lstext='''κομμιώδης''': -ες, = [[κομμιδώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κομμεώδης]] -ες (Α [[κομμιώδης]], -ώδες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[κόμμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κολλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>πηλ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}