Anonymous

κόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d’orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d’orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόλλιξ]], -ικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας στρογγυλού σχήματος από [[αλεύρι]] χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια [[τρώγων]] καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)<br /><b>2.</b> [[χάπι]], καταπότιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. <i>kulič</i> «πασχαλινό [[γλύκισμα]]»].
}}
}}