Anonymous

κοντός: Difference between revisions

From LSJ
5,330 bytes added ,  29 September 2017
21
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=punting-[[pole]], [[pole]], Od. 9.487†.
|auten=punting-[[pole]], [[pole]], Od. 9.487†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑM [[κοντός]] και [[κονδός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει μικρό [[μήκος]] ή ύψος, ο [[βραχύς]] στο [[ανάστημα]] (α. «ο [[γιος]] του [[είναι]] [[κοντός]] σαν κι αυτόν» β. «τα [[μανίκια]] του έρχονται [[κοντά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «λέει ο [[ένας]] το μακρύ του κι ο [[άλλος]] το [[κοντό]] του» — ο [[καθένας]] λέει τα δικά του, επικρατεί [[ασυνεννοησία]]<br />β) «[[κοντός]] [[ψαλμός]] [[αλληλούια]]»<br />(για λόγο σύντομο, [[αλλά]] αποφασιστικό) [[είναι]] καλό να φτάνει [[κανείς]] με δύο [[λόγια]] στην [[ουσία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Κυριακή]] κοντή [[γιορτή]]» — λέγεται για υποθέσεις που η έκβασή τους δεν θα καθυστερήσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[σύντομος]] στη [[διάρκεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για συγγενείς) [[κοντινός]], [[στενός]]<br /><b>2.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κοντά]]» — στα κοντινά μέρη<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[κοντό]](<i>ν</i>)<br />α) σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />β) για λίγο χρόνο<br />γ) [[πριν]] από λίγο χρόνο<br />δ) [[κοντολογίς]]<br />ε) [[άραγε]]<br />στ) (ως επιφών.) ε! («κοντὸ κ' [[ἐμέν]]' ἡ [[μοίρα]] μου ἂς [[εἶναι]] φυλαμένη», Σαχλ.)<br />στ) <b>φρ.</b> «εἰς κοντόν» ή «ἐν κοντῷ» i) σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ii) περιληπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) «[[κοντάρι]]» <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κοντά]] (Ι), [[κονταίνω]], [[κοντεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοντακιανός]], [[κόντος]], <i>το</i>, [[κοντούλης]], [[κοντούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)-].———————— <b>(II)</b><br />ο (ΑM [[κοντός]])<br />[[κοντάρι]], [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιμήκης]] κυλινδρική [[ράβδος]] που αποτελεί γυμναστικό όργανο («[[άλμα]] επί κοντώ»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[ράβδος]] με [[άγκιστρο]] στη μια [[άκρη]] που χρησίμευε για το [[τράβηγμα]] μικρού πλοίου («νεκύων δὲ πορθμεὺς ἔχων χέρ' ἐπὶ κοντῷ [[Χάρων]] μ' ἤδη καλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] του δόρατος<br /><b>3.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]<br /><b>4.</b> βούκεντρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kont</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kent</i>- και [[είναι]] παρ. του ρ. [[κεντώ]]. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που δημιούργησε το επίθ. [[κοντός]], -<i>ή</i>, -<i>ό</i> με [[σημασία]] «[[βραχύς]]» άρχισε στο στρατιωτικό [[λεξιλόγιο]] από σύνθ. με α' συνθετικό το [[κοντός]] (ΙΙ) «[[κοντάρι]]», όπως <i>κοντο</i>-<i>βολῶ</i>, <i>κοντο</i>-[[φόρος]], όπου ο βραχύτερος [[κοντός]], αντιδιαστελλόμενος [[προς]] το επιμηκέστερο <i>δόρας</i> ταυτίστηκε σημασιολογικά [[προς]] το [[βραχύς]] και δημιούργησε ήδη στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική νέα σύνθ., δηλώνοντας [[μάλιστα]] [[βραχύτητα]] όχι μόνο μεγέθους [[αλλά]] και αποστάσεως και χρόνου. Τέλος, απέκτησε και μεταφορικές σημασίες, όπως του δισταγμού ή του [[κατά]] προσέγγισιν (<b>βλ. λ.</b> <i>κοντ</i>[[ο]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοντάρι]](<i>ον</i>), [[κοντός]] (Ι)<br /><b>μσν.</b><br />[[κοντά]] (ΙΙ), [[κόνταξ]], [[κοντεύω]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κοντοβολώ]], [[κοντοπαίκτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοντοφόρος]], [[κοντοφορώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοντοκυνηγέσιον]], [[κοντομαχώ]], [[κοντομονόβολον]], [[κοντοπαικτική]], [[κοντοφορικόν]]].
}}
}}