Anonymous

κοπίζω: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_13a)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
|lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κόπις]] (ΙΙ)] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ψευδολογώ]], [[λέγω]] ψέματα.———————— <b>(II)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κοπίς]]<br />[[εορτάζω]] την [[κοπίδα]], δηλ. την [[εορτή]] που τελούσαν οι Σπαρτιάτες [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.
}}
}}