Anonymous

κορωνίζω: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_14)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορωνίζω''': ὃ ἐ. τῇ κορώνῃ [[ἀγείρω]], [[συλλέγω]] χρήματα διὰ τῆς κορώνης, λέγεται δὲ ἐπὶ ἀλητῶν περιφερομένων [[μετὰ]] κορώνης καὶ ᾀδόντων ᾄσματα πρὸς χρηματολογίαν, (εἰρεσιώνας)· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι κορωνισταὶ (Πλούτ., Ἡσύχ.)· καὶ ἔχομεν [[δεῖγμα]] τῶν κορωνισμάτων αὐτῶν παρ’ Ἀθην. 359 κἑξ.· πρβλ. [[χελιδονίζω]], καὶ ἴδε Fauriel Chants de la Grèce Moderne, 1. σ. cix.
|lstext='''κορωνίζω''': ὃ ἐ. τῇ κορώνῃ [[ἀγείρω]], [[συλλέγω]] χρήματα διὰ τῆς κορώνης, λέγεται δὲ ἐπὶ ἀλητῶν περιφερομένων [[μετὰ]] κορώνης καὶ ᾀδόντων ᾄσματα πρὸς χρηματολογίαν, (εἰρεσιώνας)· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι κορωνισταὶ (Πλούτ., Ἡσύχ.)· καὶ ἔχομεν [[δεῖγμα]] τῶν κορωνισμάτων αὐτῶν παρ’ Ἀθην. 359 κἑξ.· πρβλ. [[χελιδονίζω]], καὶ ἴδε Fauriel Chants de la Grèce Moderne, 1. σ. cix.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορωνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] [[κάτι]], [[αποπερατώνω]]<br /><b>2.</b> [[μαζεύω]] χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κορωνίς]], ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]]].
}}
}}