3,276,318
edits
(6_20) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμώ''': -οῦς, ἡ, [[ἱέρεια]] τῆς Παλλάδος, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[τραπεζοφόρος]]. | |lstext='''κοσμώ''': -οῦς, ἡ, [[ἱέρεια]] τῆς Παλλάδος, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[τραπεζοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑM κοσμῶ, -έω) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> [[στολίζω]], [[εξωραΐζω]], [[προσδίδω]] [[κάλλος]], [[διακοσμώ]] (α. «εκόσμησαν την [[πόλη]] με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καλλωπίζω]], [[ομορφαίνω]] («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[αξία]], [[τιμή]] ή [[δόξα]] (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την [[πατρίδα]] τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοσμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διακρίνομαι για [[κάτι]], [[είμαι]] [[έξοχος]], [[θαυμαστός]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κοσμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταστόλιστος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] σε [[τάξη]], [[διευθετώ]], [[ευτρεπίζω]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] στρατό σε [[μάχη]] («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετοιμάζω]] («τράπεζαν κοσμεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει [[δεκάδα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είμαι]] [[κοσμήτορας]], έχω την ανώτατη [[αρχή]] του τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῡ Ἀντάλκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[απονέμω]] [[τιμή]] ευτρεπίζοντας [[κάτι]] («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ανάγομαι, κατατάσσομαι σε [[κάτι]] («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τά κοσμούμενα</i><br />οι διαταγές, τα διατάγματα<br /><b>9.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κεκοσμημένος</i>, -<i>η</i> -<i>ον</i><br />καλά διατεταγμένος, [[τακτικός]], [[κόσμιος]] («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κοσμηθὲν [[αἷμα]]» — το υγιούς συστάσεως [[αίμα]], το [[υγιώς]] κυκλοφορούν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου<br />γ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — [[καλλωπίζω]] με πρόσθετες διακοσμήσεις (<b>Θουκ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[κοσμώ]], -οῡς, ἡ (Α) [[κόσμος]]<br />[[ιέρεια]] της Παλλάδος. | |||
}} | }} |