Anonymous

κότος: Difference between revisions

From LSJ
1,543 bytes added ,  29 September 2017
21
(SL_2)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κότος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[anger]] [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)
|sltr=[[κότος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[anger]] [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)
}}
{{grml
|mltxt=[[κότος]], ὁ (Α)<br />[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]], [[μνησικακία]] («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε [[θέμα]] <i>κοτεσ</i>- ουδ. ουσ. ([[κότος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοτέσ</i>-<i>σασθαι</i> (αόρ. του [[κοτέω]]), [[οπότε]] συνδέεται με κελτικές και γερμανικές λ. που έχουν σημ. «[[μάχη]], [[αντιδικία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>catu</i>-<i>riges</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hadu</i>-, μέσ. αρχ. γερμ. <i>hader</i> «[[λογομαχία]]») και πιθ. με ρωσ., αρχ. σλαβ. <i>kotora</i> «[[μάχη]]» και αρχ. ινδ. <i>śatru</i>- «[[εχθρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κοταίνω]], [[κοτεινός]], [[κοτέω]], [[κοτήεις]], [[κοτίζω]], [[κοτόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άκοτος]], [[βαρύκοτος]], [[έγκοτος]], [[επίκοτος]], [[ζάκοτος]], [[μεγαλόκοτος]], [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]], [[υπέρκοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόκοτος]]].
}}
}}