Anonymous

κόχλαξ: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_4)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόχλαξ''': -ακος, ὁ, = [[κάχληξ]], χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14).
|lstext='''κόχλαξ''': -ακος, ὁ, = [[κάχληξ]], χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14).
}}
{{grml
|mltxt=κόλχαξ, -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[χαλίκι]] («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] [[μυλίτης]], [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάχληξ]].
}}
}}