Anonymous

κοχλίας: Difference between revisions

From LSJ
11,559 bytes added ,  24 November 2023
m
Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''"
(21)
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» [[μετὰ]] ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.
|Full diacritics=κοχλίας
|Medium diacritics=κοχλίας
|Low diacritics=κοχλίας
|Capitals=ΚΟΧΛΙΑΣ
|Transliteration A=kochlías
|Transliteration B=kochlias
|Transliteration C=kochlias
|Beta Code=koxli/as
|Definition=ου, ὁ, ([[κόχλος]]) [[snail with a spiral shell]], ''Batr.'' 165, Achae. 42, Phily ''Il.'' 21, etc.; ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, for they [[shrink]] into their [[shell]]s on the least [[alarm]], Anaxil. 34, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 523b11, 527b35; [[ὥσπερ]] κ. [[σεμνῶς]] ἐπηρκὼς τὰς [[ὀφρῦς]] Amphis 13.3; [[βολβός]], [[κτείς]] (codd. τις), [[κοχλίας]] Theoc. 14.17; [[κοχλιῶν]] [[ἀγγεῖα]] PSI 6.553.11 (iii BC).<br><b class="num">II</b> [[anything twisted spirally]],<br><b class="num">1</b> [[automaton in form of snail]], Democh. 4 J.<br><b class="num">2</b> [[reel]], [[spool]], [[roller]], Bito 47.4, ''Gp.'' 8.29.<br><b class="num">3</b> [[screw]], Bito 58.10; esp. for raising [[water]], [[screw of Archimedes]], Moschio ap. Ath. 5.208f, Str. 17.1.30, 52, DS. 1.34, 5.37, PLond. 3.1177.73 (ii AD).<br><b class="num">4</b> [[spiral stair]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str. 17.1.10, Procop. ''Pers.'' 1.24.<br><b class="num">5</b> part of [[surgical]] [[machine]], Orib. 49.20.6.<br><b class="num">6</b> the [[pinna]] of the [[external]] [[ear]] (opp. [[σκάφος]]), Poll.2.85.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />coquillage en spirale, limaçon.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[coquillage en spirale]], [[limaçon]].<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Schnecke]] mit gewundener [[Schale]]</i>; Theocr. 14.17, Arist. <i>H.A</i>. 4.4 und A. – <i>Alles [[schneckenförmig]] [[Gewundene]]</i>, z.B. <i>eine [[Wendeltreppe]]</i>, Strab. XVII.795, <i>eine Wassermaschine mit einer [[Schraube]]</i>, ib. 807; vgl. Ath. V.208f; DS. 1.34. – S. auch [[κόχλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] [[huisjesslak]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοχλίας:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[моллюск с витой раковиной]] Arst., Theocr., Plut.;<br /><b class="num">2</b> тех. [[винт Архимеда]] ([[μηχανή]], ἣν ἐπενόησε [[Ἀρχιμήδης]], ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῡ ποταμοῡ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κροταλ</i>-<i>ίας</i>, <i>σπαθ</i>-<i>ίας</i>. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]].
|mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, [[πρβλ]]. [[κροταλίας]], [[σπαθίας]]. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοχλίας:''' -ου, ὁ ([[κόχλος]]), [[σαλιγκάρι]] με σπειροειδές [[καύκαλο]], Λατ. [[cochlea]], σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» μετὰ ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] ὁ [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοχλίας]], ου, [[κόχλος]]<br />a [[snail]] with a [[spiral]] [[shell]], Lat. [[cochlea]], Theocr.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σαλιγκάρι]]). Ἀπό τό [[κόχλος]] (=[[ὀστρακόδερμος|ὀστρακόδερμο]]), πού εἶναι συγγενικό μέ τά: [[κόγχη]], [[κόγχος]] (=[[κοχύλι]]).
}}
{{trml
|trtx====[[snail]]===
Adyghe: цӏыӏргъ; Albanian: kërmill; Arabic: حَلَزُونَة‎, حَلَزُون‎; Algerian Arabic: بُوجَغلال‎; Egyptian Arabic: بزاقة‎, قوقعة‎; Gulf Arabic: صبّان‎; Iraqi Arabic: زلنطح‎; Moroccan Arabic: بَبُّوش‎, حلزون‎‎, غلالة‎; North Levantine Arabic: بزّقة‎; Tunisian Arabic: ببّوش‎; Aragonese: caragol; Armenian: խխունջ; Assamese: শামুক; Asturian: cascoxu, caracol; Avar: цӏадал хӏама; Aymara: ch'uru; Azerbaijani: ilbiz; Basque: barraskilo; Bats: ჰიმო̂; Belarusian: смоўж, слімак, улі́тка; Bemba: ín-kolâ; Bengali: শামুক; Berber Kabyle: ababbuc; Tashelhit: aɣwlal; Borôro: uruwo; Breton: melc'hwed; Bulgarian: охлюв; Burmese: ခရုပက်ကျိ, ပက်ကျိ; Catalan: caragol, cargol; Central Melanau: sek; Chakma: 𑄥𑄟𑄪𑄇𑄴, 𑄌𑄖𑄴; Chamicuro: shyamo; Chechen: этмаьӏиг; Cherokee: ᎡᎶᏆ; Chichewa: nkhono; Chinese Cantonese: 蝸牛, 蜗牛; Mandarin: 蝸牛, 蜗牛; Min Dong: 牛母牛囝; Min Nan: 露螺; Wu: 蝸牛, 蜗牛; Chittagonian: óõk; Chuvash: шуй; Cree: ᐊᑲᐦᑿᕀ; Czech: hlemýžď, šnek; Danish: snegl, snegl med sneglehus; Dutch: [[slak]], [[huisjesslak]]; Emilian: lumèga; Erzya: гуйтодов; Esperanto: heliko; Estonian: tigu; Faroese: snigil; Finnish: kotilo, etana; Franco-Provençal: lemace; French: [[escargot]], [[limaçon]]; Galician: cosco, cornacha, cornacho, sesillo, caxirolo, cascarolo; Georgian: ლოკოკინა; German: [[Schnecke]], [[Gehäuseschnecke]]; Alemannic German: Schnägg; Gilaki: راب‎; Greek: [[σαλιγκάρι]]; Ancient Greek: [[κόχλιας]]; Greenlandic: siuteroq; Guaraní: jatyta; Haitian Creole: kalmason; Hebrew: חִלָּזוֹן‎, שַׁבְּלוּל‎; Hindi: घोंगा; Hinukh: хетІу-бисмилла; Hungarian: csiga; Icelandic: snigill; Ido: heliko; Indonesian: bekicot, keong, siput; Ingush: митал; Interlingua: limace; Irish: seilide, seilmide, seilche; Isthmus Zapotec: bichubé; Italian: [[chiocciola]], [[lumaca]]; Japanese: 蝸牛, カタツムリ, でんでん虫; Kannada: ಬಸವನ ಹುಳು, ಶಂಬುಕ; Kazakh: ұлу; Khinalug: илбиз; Khmer: ខ្យង; Kimaragang: tuntul; Korean: 달팽이, 와우(蝸牛); Kryts: шийтІан; Kurdish Northern Kurdish: hiseynok, şeytanok; Kyrgyz: үлүл; Lao: ຫອຍນ້ຳຈືດ; Latgalian: glīmiezs; Latin: [[cochlea]]; Latvian: gliemezis; Laz: ფენწო; Limburgish: snaegel, slak; Lithuanian: sraigė; Lombard: lumaga; Luxembourgish: Schleek; Macedonian: полжав; Malagasy: lelosy, sifotra; Malay: siput; Malayalam: ഒച്ച്; Maltese: bebbux, għakrux; Manx: crammag; Maori: pūpū; Marathi: गोगलगाय; Mazanderani: لیسک‎, راب‎; Mingrelian: ფერწო, ლოქორუა; Mon: တု; Mongolian эмгэн хумс ᠡᠮᠡᠭᠡᠨ; ᠬᠢᠮᠤᠰᠤ бүрээ хорхой ᠪᠦᠷᠢᠶ᠎ᠡ; ᠬᠣᠷᠣᠬᠠᠢ; Nahuatl: tecciztli; Navajo: chʼosh chʼééh digháhii, tąądee naagháii; Neapolitan: babbaluscia; Norman: colînmachon; Northern Sami: riipu; Northern Sotho: kgohu; Northern Norwegian Bokmål: snegl, snile; Nynorsk: snigel; Occitan: cagaraula; Ojibwe: biimiskodisii; Old East Slavic: смолжь; Old English: sneġel, ġehūsod sneġel; Old Irish: selige; Ossetian: сӕтӕлӕг; Pashto: غوابيژه‎, غوابيژی‎, غواګۍ‎; Pennsylvania German: Schneck; Persian: حلزون‎, لیسک‎; Plautdietsch: Schnigj; Polish: ślimak; Portuguese: [[caramujo]], [[caracol]]; Quechua: ch'uru; Romagnol: lumég; Romanian: melc; Romansch: lindorna; Russian: [[улитка]]; Samogitian: srāgis; Sanskrit: शम्बूक; Scottish Gaelic: seilcheag; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̑ж; Roman: pȗž; Shona: hózhwe; Sicilian: babbaluciu, bucalaci, crastuni, stuppateddu, vavaluci; Sinhalese: ගොළුබෙලි; Slovak: slimák; Slovene: polž; Sorbian Lower Sorbian: slinik; Upper Sorbian: šlink; Southern Spanish: caracol; Svan: მჷრღჷჭ, მჷყა̄ნც; Swahili: konokono; Swazi: um-nenkhé; Swedish: snigel; Sylheti: ꠢꠣꠝꠥꠇ; Tagalog: kuhol; Tagal Tajik: тӯқумшуллуқ, холазун; Tamil: நத்தை; Tatar: лайлач; Telugu: నత్త; Thai: หอยทาก; Tibetan: སྨུག་འབུ; Tigrinya: ኣረነ; Turkish: salyangoz; Turkmen: ulitka; Tuvan: хап-балык; Udi: аьлбиз; Ukrainian: равлик, слимак; Urdu: گھونگا‎; Uyghur: قۇلۇلە‎; Uzbek: chayon, shilliq qurt; Venetian: sciùs; Vietnamese: ốc; Volapük: snel; Walloon: caracole; Welsh: malwoden, malwen, malwod; West Coast Bajau: kesu'; West Frisian: slak; Yiddish: שנעק‎; Yucatec Maya: urich, uul; Yup'Yámana: atwel; Zazaki: seytanok; Zhuang: sae, saehaexma, hoingwh; Zulu: umnenke
===[[screw]]===
Afrikaans: neuk, skroef; Albanian: vidhë, helikë; Amharic: ብሎን; Arabic: بُرْغِيّ‎, قَلَاوُوظ‎; Aragonese: torniello; Armenian: պտուտակ; Asturian: torniellu; Azerbaijani: şurup, vint; Bashkir: шөрөп, винт; Basque: torloju, gabila; Bavarian: Schraubn; Belarusian: шруба; Breton: biñs; Bulgarian: винт, болт; Burmese: ဝက်အူ; Catalan: bis, cargol, caragol; Chechen: винт; Chinese Cantonese: 螺絲, 螺丝, 螺絲釘, 螺丝钉; Mandarin: 螺釘, 螺钉, 螺絲釘, 螺丝钉; Chuvash: винт; Cornish: skrew; Corsican: vita; Crimean Tatar: vint; Czech: vrut; Danish: skrue; Dutch: [[schroef]], [[vijs]]; Dzongkha: གཅུས་གཟེར།; Elfdalian: skruv; Esperanto: ŝraŭbo; Estonian: kruvi; Faroese: skrúva; Finnish: ruuvi; French: [[vis]]; Friulian: vît; Galician: parafuso; Georgian: ხრახნი; German: [[Schraube]]; Greek: [[βίδα]]; Greenlandic: qinnilik; Gujarati: સ્ક્રૂ; Haitian Creole: vis; Hawaiian: kui nao; Hebrew: בורג / בֹּרֶג‎; Hungarian: csavar; Icelandic: skrúfa; Ido: skrubo; Ilokano: tornilio; Indonesian: sekrup; Interlingua: vite; Irish: scriú; Italian: [[vite]]; Japanese: ねじ, 螺子; Jingpho: we wu; Kabuverdianu: parafuzu, parafuze; Karelian: vintta, kruuvi, ruuvi; Kashubian: szruwa; Kazakh: бұрамашеге, бұранда; Khanty: ԯук; Khmer: ខ្ចៅ; Komi-Zyrian: дзурк; Korean: 나사; Kurdish Central Kurdish: برغی‎; Kyrgyz: шуруп; Ladin: vida; Lao: ຄວງ, ກຽວ; Latgalian: skryva, škruba; Latin: [[clavus cochleatus]]; Latvian: skrūve; Ligurian: via; Limburgish: sjroef; Lithuanian: sraigtas, varžtas; Livonian: skrõuv; Lombard: vid; Luxembourgish: Schrauf; Macedonian: шраф; Malagasy: visy; Malay: skru, pelitik, pelir itik, sekerup; Jawi: ‏سكرو‎‎‎, ڤليتيق‎‎, سكروڤ‎‎; Maltese: kamin, vit; Manx: scrod; Maori: kōwiri; Mòcheno: schrauf; Mongolian Cyrillic: шураг, эрэг, эрэг шураг; Nogai: винт, бурав; Northern Sami: skruva; Norwegian Bokmål: skrue; Nynorsk: skrue; Occitan: vitz; Ossetian: лæсгæр, винт; Papiamentu: skruf; Persian: پیچ‎; Piedmontese: vis; Plautdietsch: Schruw; Polish: wkręt, śruba; Portuguese: [[parafuso]]; Quechua: pillinku; Romanian: șurub; Romansch: struva; Russian: [[винт]], [[шуруп]]; Scottish Gaelic: sgriubha; Serbo-Croatian Cyrillic: вијак; Roman: víjak; Shan: ဝၢၵ်ႈဢူႇ; Silesian: szroba; Slovak: skrutka; Slovene: vijak; Sorbian Lower Sorbian: šruba; Upper Sorbian: šrub; Spanish: [[tornillo]], [[tirafondo]]; Sranan Tongo: skrufu; Swahili: parafujo; Swedish: skruv; Tagalog: tornilyo; Tamil: திருகாணி; Tatar: шөреп, винт; Telugu: స్క్రూ, ఇస్క్రూ, ఇష్క్రూ, మర, మరమేకు, మరమేకు; Thai: ควง; Tibetan: གཅུ་འཛེར།; Tok Pisin: skru; Turkish: vida; Turkmen: nurbat; Tuvan: гайка; Udmurt: винты, винт; Ukrainian: гвинт, шуруп; Uzbek: shurup, vint; Venetian: vida; Vietnamese: vít; Vilamovian: śrau, śraoj; Volapük: skrub; Võro: kruvv; Welsh: sgriw; West Flemish: vize; West Frisian: skroef; Xhosa: isikrufu; Yiddish: שרויף‎; Zazaki: vide sg, vida; Zulu: isikulufo
===[[Archimedes' screw]]===
Arabic: تَابُوت رَفْع الْمِيَاه‎; Dutch: [[vijzel]]; Finnish: Arkhimedeen ruuvi; Galician: parafuso de Arquímedes; German: [[archimedische Schraube]]; Norwegian: Archimedes' skrue; Polish: śruba Archimedesa; Portuguese: [[parafuso de Arquimedes]]; Romanian: șurubul lui Arhimede; Turkish: Arşimet'in vidası
}}
}}