Anonymous

κράδος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_4)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράδος''': ᾰ, ὁ, [[νόσος]] τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε [[κράδη]] ΙΙ. ΙΙ. = [[κράδη]] Ι, [[κλάδος]], Διοσκ. 1. 133 (Sprengel [[κράδη]]).
|lstext='''κράδος''': ᾰ, ὁ, [[νόσος]] τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε [[κράδη]] ΙΙ. ΙΙ. = [[κράδη]] Ι, [[κλάδος]], Διοσκ. 1. 133 (Sprengel [[κράδη]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[κράδος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]], και [[ιδίως]] της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, [[ὅταν]] αἱ ῥίζαι μελανθῶσι<br />[[κράδος]] δέ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κράδη]], μτγν. και [[σπάνιος]]].
}}
}}