Anonymous

κραυγαστής: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_19)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραυγαστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.
|lstext='''κραυγαστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραυγαστής]], ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) [[κραυγάζω]]<br />[[κραύγασος]], [[φωνακλάς]].
}}
}}