Anonymous

κρημνώρεια: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_9)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρημνώρεια''': ἡ, [[κρημνώδης]] [[ἀκρώρεια]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.
|lstext='''κρημνώρεια''': ἡ, [[κρημνώδης]] [[ἀκρώρεια]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρημνώρεια]])<br />[[κρημνώδης]] [[πλευρά]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]). Το -<i>ω</i>- προέρχεται από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρ</i>-<i>ώρεια</i>)].
}}
}}