Anonymous

κριοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_18)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑοφόρος''': -ον, ὁ φέρων πολιορκητικὸν κριόν, χελῶναι Διόδ. 20. 48 καὶ 91, πρβλ. Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. προσηρεικότος. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Ἑρμοῦ, Παυσ. 9. 22, 1, πρβλ. 2. 3, 4.
|lstext='''κρῑοφόρος''': -ον, ὁ φέρων πολιορκητικὸν κριόν, χελῶναι Διόδ. 20. 48 καὶ 91, πρβλ. Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. προσηρεικότος. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Ἑρμοῦ, Παυσ. 9. 22, 1, πρβλ. 2. 3, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κριοφόρος]], -ον)<br />[[τύπος]] αγάλματος που παριστάνει ανδρική [[συνήθως]] [[μορφή]] η οποία κρατάει κριό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει πολιορκητικούς κριούς («κριοφόροι χελώναι», Φίλ.Μηχ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ερμή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}