Anonymous

κροτάλισμα: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_21)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτάλισμα''': τὸ, [[ἦχος]] [[οἷον]] κροτάλου, [[ἐπικρότησις]], [[ἔπαινος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.
|lstext='''κροτάλισμα''': τὸ, [[ἦχος]] [[οἷον]] κροτάλου, [[ἐπικρότησις]], [[ἔπαινος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.
}}
{{grml
|mltxt=και κροτάλιασμα και [[κουρτάλισμα]] και κουρτάλημα, το (AM [[κροτάλισμα]]) [[κροταλίζω]]<br /><b>1.</b> [[ήχος]] κροτάλου ή [[άλλος]] [[παρόμοιος]] [[ήχος]]<br /><b>2.</b> [[χειροκρότημα]], [[επικρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακίνηση]], [[ανακάτεμα]].
}}
}}