3,270,568
edits
(6_11) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραυγαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485. | |lstext='''κραυγαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραυγαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κραυγάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κραυγαστικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά. | |||
}} | }} |