κροκίζω: Difference between revisions

22
(6_1)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροκίζω''': ([[κρόκος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210.
|lstext='''κροκίζω''': ([[κρόκος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210.
}}
{{grml
|mltxt=[[κροκίζω]] (Α) [[κρόκος]]<br />[[μοιάζω]] με το [[φυτό]] [[κρόκος]] («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}