Anonymous

κτεατιστός: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_11)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτεᾰτιστός''': -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.
|lstext='''κτεᾰτιστός''': -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κτεατιστός]], -ή, -όν (Α) [[κτεατίζω]]<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.
}}
}}