Anonymous

κτηματικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a de la fortune, riche.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui a de la fortune, riche.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆμα]].
}}
{{grml
|mltxt=και χτηματικός, -ή, -ό (AM [[κτηματικός]], -ή, -όν) [[κτήμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κτήμα]], [[δηλαδή]] σε αγροτική [[έκταση]] ή [[έπαυλη]] («κτηματική [[περιουσία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κτηματική Τράπεζα» — [[τράπεζα]] που χορηγεί πιστώσεις με [[υποθήκη]] ακίνητα κτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κτηματικός]]<br />αυτός που έχει [[περιουσία]], [[ιδίως]] αγροτικά κτήματα, [[κτηματίας]], [[γαιοκτήμονας]] («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῑν τοὺς κτηματικοὺς το [[τρίτον]] [[μέρος]] τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}