Anonymous

κυβευτικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du jeu de dés;<br /><b>2</b> habile au jeu de dés.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du jeu de dés;<br /><b>2</b> habile au jeu de dés.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυβευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κυβεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κυβεία]] ή αυτός που έχει [[κλίση]] σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[παίξιμο]] ζαριών<br /><b>3.</b> [[απατηλός]], [[παραπλανητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυβευτικῶς</i> (Α)<br />απατηλά, παραπλανητικά.
}}
}}