3,277,291
edits
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, [[ζῳώδης]], (Ψαλ. ΟΒ΄, 23). | |lstext='''κτηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, [[ζῳώδης]], (Ψαλ. ΟΒ΄, 23). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες και [[κτηνώδικος]], -η, -ο (AM [[κτηνώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κτήνος]] στη [[μορφή]] ή στη [[συμπεριφορά]] («[[κτηνώδης]] [[φυσιογνωμία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[κτήνος]] (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «[[κτηνώδης]] [[αἴσθησις]]», Φίλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κτηνωδώς]] (AM κτηνωδῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[κτήνος]], σαν [[κτήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | }} |