Anonymous

κτητικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à acquérir, capable d’acquérir ; industrieux;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> possessif.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à acquérir, capable d’acquérir ; industrieux;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> possessif.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κτητικός]], -ή, -όν) [[κτητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]], [[διάθεση]], [[εμπειρία]] ή [[επιτηδειότητα]] να αποκτά [[κάτι]] («τοὺς μὲν γὰρ [[οὔτε]] κτητικοὺς [[εἶναι]] τῶν οὐκ ὄντων [[οὔτε]] [[φύλακας]] δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που δηλώνει [[κτήση]], που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] (α. «κτητικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που αναφέρονται σε ουσιαστικό το οποίο [[είναι]] [[κτήμα]] του λαλούντος ή [[κτήμα]] εκείνου [[προς]] τον οποίο απευθύνεται αυτός που μιλά<br />β. «γενική κτητική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργατικός]], [[φιλόπονος]], [[επιμελής]] («σώφρονες δ' εἰσὶν οἱ Ναβαταῑοι καὶ κτητικοί», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δούλο) αυτός που έχει αγοραστεί<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κτητική</i><br />η [[ικανότητα]] ή η [[τέχνη]] να αποκτά [[κάποιος]] κτήματα, [[περιουσία]] («ἡ [[κτῆσις]] [[μέρος]] τῆς οἰκίας ἐστὶ καὶ ἡ κτητικὴ [[μέρος]] τῆς οἰκονομίας», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κτητικώς</i> (Α κτητικῶς)<br />με κτητική [[σημασία]], με κτητικό τρόπο («τῶν κτητικῶς νοουμένων ὀνομάτων», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}