Anonymous

κυβερνητήρ: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κυβερνήτης]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κυβερνήτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυβερνητήρ]], -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. [[κυβερνήτειρα]] (Α) [[κυβερνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά<br /><b>2.</b> [[πηδαλιούχος]] («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός με τον οποίο κυβερνά [[κάποιος]] («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).
}}
}}