Anonymous

κυνόπρηστις: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_12)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόπρηστις''': -ιδος, ἡ, ([[πρήθω]]) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ [[δῆγμα]] οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. [[βούπρηστις]].
|lstext='''κῠνόπρηστις''': -ιδος, ἡ, ([[πρήθω]]) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ [[δῆγμα]] οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. [[βούπρηστις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόπρηστις]] ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)<br />δηλητηριώδες [[σκαθάρι]] του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] θανατηφόρο για τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρηστις</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του [[πίμπρημι]] <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>πρή</i>-<i>σαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναύ</i>-<i>πρηστις</i>].
}}
}}