Anonymous

κυλλόπους: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_14)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυλλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, [[χωλόπους]], Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.
|lstext='''κυλλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, [[χωλόπους]], Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
}}
}}