Anonymous

κυκλοειδής: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κυκλοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κύκλο, [[κυκλικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(γεωμ.)</b> «[[κυκλοειδής]] [[καμπύλη]]» — [[καμπύλη]] που γράφεται από [[σημείο]] το οποίο κείται σε [[περιφέρεια]] κύκλου όταν αυτή κυλίεται [[χωρίς]] [[ολίσθηση]] σε μια [[ευθεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυκλοειδές</i><br />ο [[σχηματισμός]] σε [[σχήμα]] κύκλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοειδώς</i> (Α κυκλοειδῶς)<br />με [[σχήμα]] κύκλου, κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}